αποφορα

αποφορα
    ἀποφορά
    ἀπο-φορά
    ἥ
    1) взнос, уплата, подать
    

(ἀποφορέν ἐπιτελέειν Her. и τελεῖν или φέρειν Plut.)

    2) оброк (отпущенных на заработка рабов) Xen., Aeschin., Men.
    3) доход, прибыль Arst., Plut.
    4) выделение, испарение Plut.
    5) отнятие, удаление
    

(ἀπόφασις καὴ ἀ. Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αποφορα" в других словарях:

  • ἀποφορά — ἀποφορά̱ , ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc/acc dual ἀποφορά̱ , ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφορᾷ — ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποφορά — η (Α ἀποφορά) [αποφέρω] δυσοσμία από αναθυμιάσεις αρχ. 1. πληρωμή οφειλών, καταβολή φόρων 2. χρήματα που οι μισθωμένοι σε τρίτους δούλοι απέφεραν στον κύριο τους 3. (γενικά) εισόδημα, κέρδος, ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • αποφορά — η βρόμα από αναθυμιάσεις: Είχαν ανοίξει τον υπόνομο κι έβγαινε απ αυτόν μια φριχτή αποφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποφορᾶι — ἀποφορᾷ , ἀποφορά payment of what is due fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοράν — ἀποφορά̱ν , ἀποφορά payment of what is due fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοράς — ἀποφορά̱ς , ἀποφορά payment of what is due fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПОФОРА —    • Άποφορά,        1. подать, которую Спарта, как предводительница союза, взимала с отдельных греческих городов для ведения войны против персов, позднее, во времена гегемонии Афин, эта подать называлась φόρος;        2. оброк, который илот… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀποφοραῖς — ἀποφορά payment of what is due fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφοραί — ἀποφορά payment of what is due fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφορᾶν — ἀποφορά payment of what is due fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»